Ο έρωτας θα σου έρθει από εκεί που δεν τον περιμένεις…
Γιατί θαύμα είναι ο έρωτας σαν φτάνει την κατάλληλη στιγμή.
Και γεννιούνται και μεγαλώνουν οι άνθρωποι.
Και μαζεύουν εμπειρίες και διανύουν τη ζωή τους ψάχνοντας το άλλο τους μισό. Που κάπου στην πορεία συνειδητοποιούν πως θα πρέπει να είναι το άλλο τους ολόκληρο.
Και ψάχνουν κι ερωτεύονται.
Κι απογοητεύονται, πληγώνονται, λαθεύουν. Γιατί δεν είπε ποτέ κανείς πως το ένστικτο είναι πάντα αλάνθαστο. Και είναι και οι καρδιές που κάνουν λάθη. Που βιάζονται να ολοκληρωθούν, να σκιρτήσουν, να μοιραστούν και βαδίζουν γρήγορα, αυθόρμητα, αλόγιστα. Και την πατάνε.
Και γυρίζουν πάλι στο μηδέν εκεί που νόμιζαν ότι έφτασαν στο απόλυτο.
Και κλείνονται στον εαυτό τους, στη μοναξιά τους, στα λάθη τους.
Κι όταν με τον καιρό το ξεπερνάνε, συνεχίζουν την αναζήτηση. Γιατί είναι όμορφο να είναι μεγάλη η ζωή, μα απάλευτη τη λένε χωρίς παρέα να μοιράσουν την καρδιά τους.
Και περιμένουν και ψάχνουν και δίνονται.
Ώσπου φτάνει μιας στιγμή κι ο τοίχος υψώνεται μπροστά τους.
Μετωπική.
Δίχως φρένα, δίχως προειδοποίηση, δίχως προστατευτικά.
Με τα μούτρα.
Και δεν είναι αδιέξοδο κι ας φαίνεται πανύψηλος ο τοίχος.
Έρωτα τον λένε. Με τις υγείες τους.
Κι έρχεται και τους αλλάζει το τοπίο. Διαλύει όσα ήξεραν μέχρι εκείνη την ώρα και τα ανασυνθέτει. Αλλιώτικα… Πιο όμορφα, πιο δεμένα, πιο ώριμα;
Κανείς δεν ξέρει να ονομάσει ακριβώς.
Πάντως τα αλλάζει…Και μαζί με τα έξω, αλλάζει και τα μέσα τους.
Όσα πίστευαν, όσα ένιωθαν, όσα τους επηρέαζαν ή όχι.
Κι όλα αρχίζουν να περιστρέφονται γύρω από ένα πρόσωπο που μέλλει να γίνει αγαπημένο.
Που θα απλώσει το χέρι του να σφίξει τα δάχτυλα τους καθώς περπατούν δίπλα δίπλα.
Θα ανοίξει την αγκαλιά του να κουρνιάξουν μέσα.
Και δε θα τους νοιάζει την ώρα εκείνη αν καίγεται δίπλα τους όλος ο κόσμος.
Άλλωστε και μόνο το χαμόγελο της ευτυχίας τους θα αρκούσε να σβήσει μα και να ανάψει τις πιο μεγάλες φωτιές.
Η φωτιά, πάντως, η δική τους εύχονται να μη σβήσει ποτέ. Γιατί κόπιασαν να την ανάψουν. Πλήγιασαν χέρια σε πέτρες, ξερόχορτα και τσακμάκια. Πάλεψαν, έκλαψαν, λάθεψαν… Αλλά τα κατάφεραν με μια σπίθα. Μια ματιά. Τόσο εύκολα που κανείς τους δε φανταζόταν.
Μεγαλείο…
Κι ας στάθηκαν μπροστά του άμαθοι και γυμνοί. Απροετοίμαστοι…
Κανείς δεν τους ετοίμασε για τούτο το μεγαλείο. Κανείς δεν κατάφερε να μπάσει στο μυαλό τους το ενδεχόμενο αυτής εδώ της αλλαγής. Γι’αυτό κι όταν ήρθε δεν την περίμεναν. Πιάστηκαν στον ύπνο μα δε βρέθηκε κανείς να γκρινιάξει για τίποτα…
Ευλογημένη η ώρα, είπαν κι αφέθηκαν να νιώσουν με όλες τους τις αισθήσεις το θαύμα.
Γιατί θαύμα είναι ο έρωτας σαν φτάνει την κατάλληλη στιγμή. Σαν έρχεται, όμοια με φθινοπωρινή βροχή να βρει τους ανθρώπους διψασμένους από τις καλοκαιρινές ξηρασίες.
Σαν έρχεται να τους θρέψει, να τους τονώσει, να τους αναστήσει.
Θαύμα της μάνας φύσης που δεν αντέχει να βλέπει τους ανθρώπους της να μαραζώνουν μόνοι. Κι αυτοί περιπλανήθηκαν στις χειρότερες μοναξιές. Εκείνες τις μοιρασμένες με τα λάθος άτομα που κάποτε ονοματίστηκαν έρωτας κι απογοήτευσαν οικτρά.
Τώρα μοιράζονται μυαλό και καρδιά. Κι έρχονται δύο ολόκληρα να σχηματίσουν άλλο ένα.
Που αγαπά, που κατανοεί, που αναπτύσσεται.
Χαρούμενους τους λένε. Κι είναι.
Και τρελαμένους. Κι από αυτό είναι.
Μα πάνω από όλα, είναι συνειδητά ευτυχισμένοι. Ξέρουν το πως και το γιατί. Μα κυρίως το ποιος είναι αυτός που ευθύνεται για όλο αυτό μέσα τους.
Έχουν ένα πρόσωπο στο διπλανό μαξιλάρι να λατρέψουν κι ένα είδωλο να μοιράζονται στον καθρέφτη τους.
Έναν άνθρωπο να νοιαστούν, να φροντίσουν, να κανακέψουν.
Έρωτας είναι…
Θαυματοποιός, παντοδύναμος και παντοκράτορας.
Έρωτας ευλογημένος…
Τους λες και τυχερούς…
Στεύη Τσούτση
diaforetiko
Via
Και γεννιούνται και μεγαλώνουν οι άνθρωποι.
Και μαζεύουν εμπειρίες και διανύουν τη ζωή τους ψάχνοντας το άλλο τους μισό. Που κάπου στην πορεία συνειδητοποιούν πως θα πρέπει να είναι το άλλο τους ολόκληρο.
Και ψάχνουν κι ερωτεύονται.
Κι απογοητεύονται, πληγώνονται, λαθεύουν. Γιατί δεν είπε ποτέ κανείς πως το ένστικτο είναι πάντα αλάνθαστο. Και είναι και οι καρδιές που κάνουν λάθη. Που βιάζονται να ολοκληρωθούν, να σκιρτήσουν, να μοιραστούν και βαδίζουν γρήγορα, αυθόρμητα, αλόγιστα. Και την πατάνε.
Και γυρίζουν πάλι στο μηδέν εκεί που νόμιζαν ότι έφτασαν στο απόλυτο.
Και κλείνονται στον εαυτό τους, στη μοναξιά τους, στα λάθη τους.
Κι όταν με τον καιρό το ξεπερνάνε, συνεχίζουν την αναζήτηση. Γιατί είναι όμορφο να είναι μεγάλη η ζωή, μα απάλευτη τη λένε χωρίς παρέα να μοιράσουν την καρδιά τους.
Και περιμένουν και ψάχνουν και δίνονται.
Ώσπου φτάνει μιας στιγμή κι ο τοίχος υψώνεται μπροστά τους.
Μετωπική.
Δίχως φρένα, δίχως προειδοποίηση, δίχως προστατευτικά.
Με τα μούτρα.
Και δεν είναι αδιέξοδο κι ας φαίνεται πανύψηλος ο τοίχος.
Έρωτα τον λένε. Με τις υγείες τους.
Κι έρχεται και τους αλλάζει το τοπίο. Διαλύει όσα ήξεραν μέχρι εκείνη την ώρα και τα ανασυνθέτει. Αλλιώτικα… Πιο όμορφα, πιο δεμένα, πιο ώριμα;
Κανείς δεν ξέρει να ονομάσει ακριβώς.
Πάντως τα αλλάζει…Και μαζί με τα έξω, αλλάζει και τα μέσα τους.
Όσα πίστευαν, όσα ένιωθαν, όσα τους επηρέαζαν ή όχι.
Κι όλα αρχίζουν να περιστρέφονται γύρω από ένα πρόσωπο που μέλλει να γίνει αγαπημένο.
Που θα απλώσει το χέρι του να σφίξει τα δάχτυλα τους καθώς περπατούν δίπλα δίπλα.
Θα ανοίξει την αγκαλιά του να κουρνιάξουν μέσα.
Και δε θα τους νοιάζει την ώρα εκείνη αν καίγεται δίπλα τους όλος ο κόσμος.
Άλλωστε και μόνο το χαμόγελο της ευτυχίας τους θα αρκούσε να σβήσει μα και να ανάψει τις πιο μεγάλες φωτιές.
Η φωτιά, πάντως, η δική τους εύχονται να μη σβήσει ποτέ. Γιατί κόπιασαν να την ανάψουν. Πλήγιασαν χέρια σε πέτρες, ξερόχορτα και τσακμάκια. Πάλεψαν, έκλαψαν, λάθεψαν… Αλλά τα κατάφεραν με μια σπίθα. Μια ματιά. Τόσο εύκολα που κανείς τους δε φανταζόταν.
Μεγαλείο…
Κι ας στάθηκαν μπροστά του άμαθοι και γυμνοί. Απροετοίμαστοι…
Κανείς δεν τους ετοίμασε για τούτο το μεγαλείο. Κανείς δεν κατάφερε να μπάσει στο μυαλό τους το ενδεχόμενο αυτής εδώ της αλλαγής. Γι’αυτό κι όταν ήρθε δεν την περίμεναν. Πιάστηκαν στον ύπνο μα δε βρέθηκε κανείς να γκρινιάξει για τίποτα…
Ευλογημένη η ώρα, είπαν κι αφέθηκαν να νιώσουν με όλες τους τις αισθήσεις το θαύμα.
Γιατί θαύμα είναι ο έρωτας σαν φτάνει την κατάλληλη στιγμή. Σαν έρχεται, όμοια με φθινοπωρινή βροχή να βρει τους ανθρώπους διψασμένους από τις καλοκαιρινές ξηρασίες.
Σαν έρχεται να τους θρέψει, να τους τονώσει, να τους αναστήσει.
Θαύμα της μάνας φύσης που δεν αντέχει να βλέπει τους ανθρώπους της να μαραζώνουν μόνοι. Κι αυτοί περιπλανήθηκαν στις χειρότερες μοναξιές. Εκείνες τις μοιρασμένες με τα λάθος άτομα που κάποτε ονοματίστηκαν έρωτας κι απογοήτευσαν οικτρά.
Τώρα μοιράζονται μυαλό και καρδιά. Κι έρχονται δύο ολόκληρα να σχηματίσουν άλλο ένα.
Που αγαπά, που κατανοεί, που αναπτύσσεται.
Χαρούμενους τους λένε. Κι είναι.
Και τρελαμένους. Κι από αυτό είναι.
Μα πάνω από όλα, είναι συνειδητά ευτυχισμένοι. Ξέρουν το πως και το γιατί. Μα κυρίως το ποιος είναι αυτός που ευθύνεται για όλο αυτό μέσα τους.
Έχουν ένα πρόσωπο στο διπλανό μαξιλάρι να λατρέψουν κι ένα είδωλο να μοιράζονται στον καθρέφτη τους.
Έναν άνθρωπο να νοιαστούν, να φροντίσουν, να κανακέψουν.
Έρωτας είναι…
Θαυματοποιός, παντοδύναμος και παντοκράτορας.
Έρωτας ευλογημένος…
Τους λες και τυχερούς…
Στεύη Τσούτση
diaforetiko
Via
..
Δεν υπάρχουν σχόλια :