Γιατί σταμάτησα να περιμένω!

Όλοι κάτι περιμένουν.

Περιμένουμε. Περιμένουμε τις γιορτές, τις διακοπές, το διάλειμμα, μια αλλαγή, να

έρθει μια ταινία στο βιντεοκλάμπ. Περιμένουμε. Περιμένουμε με

ανυπομονησία. Αναστενάζουμε, χτυπάμε πάνω κάτω το πόδι μας, αγανακτούμε για

τις μεγάλες ουρές, τις μέρες της βδομάδας, τα δευτερόλεπτα του

ρολογιού. Περιμένουμε και περιμένουμε και δεν συνειδητοποιούμε ότι τελικά όλη αυτή η αργή αναμονή κρύβει το γεγονός ότι ο καιρός περνάει. Όταν ήμουν παιδί, θυμάμαι να ξυπνάω για το σχολείο, να πλένω τα

δόντια μου και να σκέφτομαι με τρόμο τη μεγάλη μέρα που είχα μπροστά

μου. Κοιταζόμουν στον καθρέφτη κάθε πρωί περιμένοντας κάτι. Όπως για όλα τα παιδιά, η μεγαλύτερη αναμονή ήταν για τα Χριστούγεννα. Είχα μεγάλη οικογένεια εκείνη την εποχή. Μπορώ ακόμα να δω το σπίτι

της γιαγιάς μου τα Χριστούγεννα, τα βροντερά γέλια από την τραπεζαρία να

φτάνουν ως την κουζίνα όπου υποχρεωτικά καθόμουν στο τραπέζι των

παιδιών. Παρακολουθούσα προσεκτικά την εκατοντάχρονη προγιαγιά μου να

τρώει ένα ένα μπαλάκι τον αρακά και τη θεία μου τη Λίμπι που έμοιαζε

τόσο εξωτική με τα ρουμπινένια της μαλλιά και τη διεύθυνσή της στο Παλμ

Μπιτς της Φλόριντα. Μιλούσε για την παραλία και τη ζέστη καθώς περίμενε την προγιαγιά μου να τελειώσει τον αρακά της.

Κάποια ξαδέλφη καθόταν δίπλα μου στο τραπέζι και έπαιζε με το φαγητό

της, ενώ εγώ περίμενα να πάμε να παίξουμε κρυφτό μετά το φαγητό. Δεν με

έβρισκε ποτέ στην κρυψώνα μου πίσω απ’ την τεράστια ηλεκτρική σκούπα της

γιαγιάς στο ντουλάπι του χωλ.

Περίμενα και για άλλα πράγματα. Περίμενα να τελειώσει η άσχημη, άχαρη φάση που περνούσα στο γυμνάσιο.

Περίμενα να περάσει η ώρα της τιμωρίας. Περίμενα να αποφοιτήσω απ’ το

λύκειο. Περίμενα μέχρι να βρω τον σωστό άνθρωπο, αφού γνώρισα πολλούς

λάθος. Περίμενα την ημέρα του γάμου μου. Περίμενα να ακούσω την καρδιά

του μωρού. Περίμενα την επισκληρίδιο. Περίμενα να γνωρίσω τις

μεγαλύτερές μου ευλογίες. Περίμενα. Ο καιρός δεν περνούσε. Ο καιρός

έμενε στάσιμος. Συνειδητοποίησα ότι ο καιρός πέρασε τελικά. Όλη αυτή η αναμονή ήρθε και έφυγε. Περίμενα εκείνο το μεγάλο χριστουγεννιάτικο δείπνο.

Το περίμενα ανυπόμονα κάθε χρονιά χωρίς να συνειδητοποιώ ότι ο καιρός

περνούσε αστραπιαία, χωρίς να συνειδητοποιώ ότι μια μέρα όλοι μου οι

παππούδες θα έχουν πεθάνει και θα έχουμε μείνει μόνο δέκα άτομα στο

τραπέζι. Καινούργιες αναμονές έχουν προκύψει. Περιμένω να μάθει ο γιος μου να

κάθεται στο γιογιό, να περάσει ο έρωτας της κόρης μου για τους One

Direction, να σταματήσει ο άντρας μου να αφήνει αέρια, να αποπληρωθεί το

στεγαστικό μου. Συνειδητοποιώ ότι ο καιρός περνάει σαν αστραπή. Και αυτή η νέα αναμονή σύντομα θα έχει τελειώσει, με εξαίρεση τα αέρια του άντρα μου. Τα μικροσκοπικά βρέφη που κράτησα στα χέρια μου στο νοσοκομείο

μεγαλώνουν τόσο γρήγορα, γίνονται τόσο ανεξάρτητα, νομίζοντας ότι η ζωή

είναι μια μεγάλη αναμονή, χωρίς να συνειδητοποιούν πόσο γρήγορα τα

προσπερνάει. Τρέχουν ξυπόλητα στο γρασίδι και κλείνουν ζουζούνια, ξυλαράκια και

φύλλα μέσα σ’ ένα βάζο, ελπίζοντας να αναπαράγουν το φυσικό περιβάλλον

του φυλακισμένου. Χοροπηδούν γύρω απ’ το ποτιστικό με τα ρούχα τους, τα

σαγόνια και τα μπράτσα τους είναι γεμάτα λεκέδες από γρανίτα. Πέφτουν για ύπνο και πειράζουν με τη γλώσσα τους το δόντι που

κουνιέται, περιμένοντάς το να πέσει, περιμένοντας τη νεράιδα που θα τους

αφήσει ένα νόμισμα κάτω απ’ το μαξιλάρι, περιμένοντας να ξυπνήσουν για

να πιάσουν κι άλλα ζουζούνια, να σπαταλήσουν κι άλλο νερό, να φάνε κι

άλλη παγωμένη ζάχαρη. Δεν έχουν ιδέα πόσο γρήγορα περνάει ο καιρός. Μερικές φορές θέλω να γίνω ξανά παιδί. Θέλω να χοροπηδήσω στην αυλή της γιαγιάς μου με πόδια λερωμένα απ’ το γρασίδι. Θέλω να την κοιτάζω που κάθεται στη βεράντα με τη βεντάλια της και πίνει το αναψυκτικό της περιμένοντας το ηλιοβασίλεμα. Θέλω να περιμένω την προγιαγιά μου να τελειώσει το φαγητό της. Θέλω να περιμένω τα παιδικά να αρχίσουν στην τεράστια παλιά τηλεόρασή της. Θέλω να είμαι χαρούμενη γιατί άρχισαν οι καλοκαιρινές διακοπές. Θέλω να με πάρει ο ύπνος στο αυτοκίνητο του πατέρα μου μετά από μια

μεγάλη μέρα με παιχνίδι στη λάσπη και παγωτό στην οικογενειακή

συγκέντρωση. Θέλω να μείνω ξύπνια ως αργά, γράφοντας ποίηση για κάποιο έφηβο κάθαρμα που μου φέρθηκε άσχημα, ακούγοντας Σίνιντ Ο’Κόνορ. Θέλω να χωθώ στο κρεβάτι της μαμάς μου, με τον ανεμιστήρα να βουίζει και να δω ταινία με την Ντόρις Ντέι και τον Ροκ Χάντσον. Αυτό δεν είναι αναμονή. Είναι ζωή. Η αίθουσα αναμονής είναι γι’ αυτούς που κάτι περιμένουν.

Περιμένουν το τρένο να ξεκινήσει

το λεωφορείο να ‘ρθει, το αεροπλάνο ν’ αποδημήσει

την αλληλογραφία να φτάσει, τη βροχή να σταματήσει

το τηλέφωνο να χτυπήσει, το χιόνι να χιονίσει

περιμένουν κάποιον ναι ή όχι να απαντήσει

περιμένουν το μαλλί τους να κατηφορίσει. Όλοι κάτι περιμένουν. Περιμένουν το ψάρι να τσιμπήσει

περιμένουν τον χαρταετό ν’ ανηφορίσει

περιμένουν την Παρασκευή να ξεμυτίσει

περιμένουν ίσως τον θείο τους τον Τζόνι

ένα μπρίκι να βράσει, μια νέα επιτυχία

μια σειρά μαργαριτάρια ή ένα παντελόνι

μια περούκα με μπούκλες ή άλλη μια ευκαιρία. Όλοι κάτι περιμένουν. Dr. Seuss

brightsideofmom

Via

 sitestories.eu




Share/Bookmark
..
  • .. Comment using Facebook

Δεν υπάρχουν σχόλια :