Καζαντζάκης Νίκος: «Τι θα πει ελευθερία;»

Αν είναι η πρώτη φορά που έρχουμαι στην Κρήτη; άρχισε, μισόκλεισε τα μάτια κι αγνάντεψε πέρα, από το παράθυρο, τον Ψηλορείτη που στραφτάλιζε.

Όχι, δεν είναι η πρώτη φορά. Το ’96 εγώ ήμουν άντρας ξετελεμένος. Τα γένια μου και τα μαλλιά είχαν το αληθινό τους χρώμα, μαύρο καραμπογιά. Είχα τριάντα δυο δόντια, κι όταν μεθούσα, έτρωγα τους μεζέδες κι ύστερα έτρωγα και το πιάτο που είχε τους μεζέδες. Κι ίσια ίσια ο διάολος το ‘φερε κι εκείνη την εποχή σηκώθηκε πάλι η Κρήτη.

Έκανα τότε τον πραματευτή.

Γύριζα από χωριό σε χωριό στη Μακεδονία, πουλούσα ψιλικά κι έπαιρνα, αντίς για πλερωμή, τυρί, μαλλί, βούτυρο, κουνέλια, καλαμπόκι, τα μεταπουλούσα και κέρδιζα διπλά. Τη νύχτα, σε όποιο χωριό βραδιάζουμουν, ήξερα σε ποιο σπίτι να κονέψω – πάντα μια χήρα πονόψυχη, ας είναι καλά! βρίσκεται στο κάθε χωριό. Έδινα το λοιπόν μιαν κουβαρίστρα ή μιαν τσατσάρα ή ένα φακιόλι, μαύρο εξαιτίας του μακαρίτη, και κοιμόμουνα μαζί της. Φτήνια!

Φτήνια, αφεντικό, ζωή χαρισάμενη. Μα να σου ο διάολος, και πιάνει πάλι το τουφέκι η Κρήτη. Φτου, ανάθεμα τη μοίρα μου, είπα αυτή η Κρήτη δε θα μας αφήσει τέλος πάντων ήσυχους;» Παράτησα τις κουβαρίστρες και τις χήρες, πήρα ένα τουφέκι, έσμιξα με τους άλλους ρέμπελους και τραβήξαμε για την Κρήτη.

Ο Ζορμπάς σώπασε. Περνούσαμε τώρα ένα γυρογιάλι αμμουδερό, ήσυχο, τα κύματα έμπαιναν κι απλώνουνταν στον κόρφο του χωρίς να σπάσουν κι απίθωναν μονάχα λίγους αφρούς ολόγυρα στον άμμο. Τα σύννεφα είχαν σκορπίσει, έλαμπε ο ήλιος κι η άγρια Κρήτη χαμογελούσε ειρηνεμένη.

Ο Ζορμπάς στράφηκε και με κόχεψε κοροϊδευτικά. Ελόγου σου θαρρείς, αφεντικό, πως θα καθίσω τώρα να σου αραδιάσω πόσα τούρκικα κεφάλια έκοψα και πόσα τούρκικα αυτιά έβαλα στο σπίρτο – καθώς το συνηθούνε στην Κρήτη…

Βγάλ’ το απ’ το νου σου· βαριέμαι, ντρέπουμαι. Τι να ναι αύτη η λύσσα, στοχάζουμαι τώρα που έβαλα γνώση, τι να ‘ναι αυτή η λύσσα να χιμάς να δαγκάνεις έναν άλλον άνθρωπο, που δε σου ‘καμε τίποτα, να του κόβεις τη μύτη, να του παίρνεις το αυτί, να του ανοίγεις την κοιλιά και να φωνάζεις το

Θεό να κατέβει να σε βοηθήσει – πάει να πει, να κόβει κι αυτός

μύτες κι αυτιά και ν’ ανοίγει κοιλιές; Μα τότε έβραζε, βλέπεις, το αίμα μου, που μυαλό να ξεψαχνίζω! Οι σωστοί, οι τίμιοι λογισμοί θέλουν ησυχία, γεράματα, φαφουταρία. Όταν είσαι φαφούτης, εύκολο είναι να λες: «Ντροπή, παιδιά, μη δαγκάνετε!» Μα όταν έχεις και τα τριάντα δυο σου τα δόντια… Θεριό είναι ο άνθρωπος στα νιάτα του, θεριό ανήμερο, και τρώει ανθρώπους! Κούνησε το κεφάλι. Τρώει κι αρνιά και κότες και γουρουνάκια, μα αν δεν φάει άνθρωπο, όχι, δε χορταίνει, πρόστεσε και ζούπηξε το τσιγάρο στο πιατάκι του καφέ. Όχι, δε χορταίνει! Τι λες και του λόγου σου, σοφολογιότατε;

Μα, χωρίς να περιμένει απάντηση: Τι μπορείς να πεις; έκαμε ζυγιάζοντάς με με τη ματιά. Καθώς καταλαβαίνω, η ευγενεία σου δεν πείνασες, δε σκότωσες, δεν έκλεψες, δε μοίχεψες – τι μπορείς λοιπόν να ξέρεις από κόσμο; Άπηχτο μυαλό, ανήλιαγο κρέας… μουρμούρισε με φανερή περιφρόνηση.

Κι εγώ ντράπηκα για τ’ αδούλευτά μου χέρια, για το χλωμό μου πρόσωπο και την ανήλιαγη ζωή μου. Ας είναι, έκαμε ο Ζορμπάς κι απόσυρε. συγκαταβατικά τη βαριά του φούχτα απάνω στο τραπέζι, σα να κρατούσε σφουγγάρι κι έσβηνε· Ας είναι. Ένα πράμα μονάχα ήθελα να σε ρωτήσω· θα χεις ξεφυλλίσει ένα μπαούλο φυλλάδες. Μπορεί να ξέρεις… Για λέγε, Ζορμπά, τι; Εδώ γίνεται, αφεντικό, ένα θάμα… Ένα αλλόκοτο θάμα, κι ο νους μου σαστίζει. Όλες αυτές οι ατιμίες, οι κλεψιές, οι σφαγές, που κάμαμε εμείς οι αντάρτες, έφεραν τον πρίγκιπα Γεώργιο στην Κρήτη· τη λευτεριά!

Με κοίταξε με γουρλωμένα μάτια, κατάπληχτος. Μυστήριοι. Μουρμούρισε· μυστήριο μεγάλο! Για να ’ρθει λοιπόν η λευτεριά στον κόσμο χρειάζουνται τόσα φονικά και τόσες ατιμίες; Γιατί, να καθίσω να σου αραδιάσω τι ατιμίες κάμαμε και τι φονικά, θα σηκωθεί η τρίχα σου. Κι όμως ποιο ήταν το αποτέλεσμα; Η λευτεριά! Αντί ο Θεός να ρίξει το αστροπελέκι του να μας κάψει, μας δίνει τη λευτεριά! Δεν καταλαβαίνω τίποτα!

Με κοίταξε σα να ζητούσε βοήθεια. Το ‘βλεπες, πολύ τον είχε τυραννήσει το μυστήριο ετούτο και δεν μπορούσε να βρει άκρα.

Καταλαβαίνεις του λόγου σου, αφεντικό; ρώτησε με αγωνία.

Τι να καταλάβω; Τι να του πω; Ή δεν υπάρχει αυτό που λέμε Θεός, ή ο Θεός αγαπάει τα φονικά και τις ατιμίες, η αυτά που λέμε φονικά κι ατιμίες είναι απαραίτητα στον αγώνα και στην αγωνία του κόσμου… Μα προσπάθησα να βρω για το Ζορμπά μια άλλη απόκριση: Πώς από την κοπριά κι από τη βρώμα φυτρώνει και θρέφεται ένα λουλούδι; Πες, Ζορμπά, πως κοπριά είναι ο άνθρωπος και λουλούδι είναι η ελευτερία. Μα ο σπόρος; έκαμε ο Ζορμπάς και χτύπησε τη γροθιά του στο τραπέζι. Για να φυτρώσει ένα λουλούδι χρειάζεται ο σπόρος. Ποιος έβαλε έναν τέτοιο σπόρο στα βρωμερά σπλάχνα μας; και γιατί ο σπόρος αυτός να μην πετάει λουλούδι με την καλοσύνη και την τιμιότητα; μα να θέλει αίμα και βρώμα;

Κούνησα το κεφάλι. Δεν ξέρω, είπα. Ποιος ξέρει; Κανένας. Μα τότε λοιπόν, φώναξε ο. Ζορμπάς απελπισμένος κι έριξε γύρα του άγρια ματιά, τι να τα κάμω εγώ τα βαπόρια και τις μηχανές και τα κολάρα;

Δυο τρεις στραπατσαρισμένοι από τη θάλασσα, που κάθουνταν στο διπλανό τραπέζι κι έπιναν τον καφέ τους, ζωντάνεψαν, μυρίστηκαν καβγά και γόργωσαν το αυτί.

Ο Ζορμπάς σιχάθηκε να τον παρακατσεύουν, χαμήλωσε τη φωνή. Ας τ’ αφήσουμε αυτά να παν στο διάολο, είπε. Όταν τα συλλογίζουμαι, μου ‘ρχεται να σπάσω ο,τι βρω μπροστά μου, μιαν καρέκλα ή μια λάμπα ή το κεφάλι μου στον τοίχο. Κι ύστερα, τι καταλαβαίνω; Τον κακό μου τον καιρό! Πλερώνω τα σπασμένα ή πάω στο φαρμακείο και μου τυλίγουν με γάζες το κεφάλι. Κι αν υπάρχει Θεός, ε, τότε πια, μούντζωσ’ τα! Θα με σεριανάει από τον ουρανό και θα σκάει στα γέλια.

Κούνησε την απαλάμη του απότομα, σα να διώχνε κάποια μύγα που τον βασάνιζε. Τέλος πάντων! είπε βαριεστισμένος. Αυτό που’ ήθελα να σου πω είναι ετούτο: όταν έφτασε το βασιλικό βαπόρι σημαιοστόλιστο κι άρχισαν οι κανονιές και πάτησε ο πρίγκιπας το πόδι του στην Κρήτη… Είδες ποτέ σου λαό να ζουρλαίνεται όλος μαζί, γιατί είδε τη λευτεριά του; Όχι; Ε, τότε, κακομοίρη μου αφεντικό, στραβός γεννήθηκες, στραβός θα πεθάνεις. Εγώ, και χίλια χρόνια να ζήσω και μιαν μπουκιά μονάχα κρέας να μου μένει ζωντανό, αυτό το πράμα που είδα κείνη τη μέρα δε θα το ξεχάσω. Κι αν ήταν κάθε άνθρωπος να διαλέει την Παράδεισό του στον ουρανό, σύφωνα με τα γούστα του – έτσι πρέπει! αυτό θα πει Παράδεισο! -εγώ θα ‘λεγα του Θεού: «Θεέ μου, να ναι η Παράδεισό μου μια Κρήτη γεμάτη μερτιές και σημαίες· και να βαστά αιώνια η στιγμή που πατάει ο πρίγκιπας Γεώργιος το πόδι του στην Κρήτη… Τίποτα άλλο δε θέλω!»

Σώπασε πάλι ο Ζορμπάς. Έστριψε το μουστάκι του, ξεχείλισε ένα ποτήρι παγωμένο νερό, το ‘πιε μονορούφι. Τι έγινε, Ζορμπά, στην Κρήτη; Λέγε! Λόγια θα λέμε; έκαμε ο Ζορμπάς κι αγρίεψε πάλι.

Μωρέ, εγώ σου λέω πως ο κόσμος ετούτος είναι μυστήριο κι ο άνθρωπος είναι χτήνος μεγάλο. Χτήνος μεγάλο και μεγάλος θεός. Ένας κακούργος κομιτατζής, που είχε κατέβει κι αυτός μαζί μου από τη Μακεδονία, ο Γιώργαρος με τ’ όνομα, κι είχε κάμει τέρατα και σημεία, ένας βρωμερός χοίρος, έκλαιγε. «Τι κλαις, μωρέ Γιώργαρε;» του κάνω, κι έτρεχαν και μένα βρύσες τα μάτια μου. «Τι κλαις, βρε γουρούνι;» Μα αυτός έπεσε απάνω μου και δώστου να με φιλάει και να κλαίει σα μωρό παιδί. Κι ύστερα έβγαλε, αυτός ο τσιγκούναρος, το κεμέρι του, φκαίρεσε στην ποδιά του τις χρυσές λίρες, που είχε κουρσέψει από τους Τούρκους που σκότωσε κι από τα σπίτια που πάτησε, και τις πετούσε φούχτες φούχτες στον αγέρα. Κατάλαβες, αφεντικό; Αυτό θα πει ελευτερία!

Σηκώθηκα, ανέβηκα στη γέφυρα να με χτυπήσει ο καθαρός αγέρας.

Αυτό θα πει ελευτερία, συλλογίζουμουν. Να χεις ένα πάθος, να μαζεύεις χρυσές λίρες, και ξαφνικά να νικάς το πάθος και να σκορπάς όλο το έχει σου στον αγέρα!

Να λευτερωθείς από ένα πάθος, υπακούοντας σ’ ένα άλλο υψηλότερο… Μα μήπως κι αυτό δεν είναι σκλαβιά; Να θυσιάζεσαι για μιαν ιδέα, για τη ράτσα σου, για το Θεό; Ή μήπως όσο πιο αψηλά στέκεται ο αφέντης τόσο και πιο μακραίνει το σκοινί της σκλαβιάς μας, πηδούμε τότε και παίζουμε σε πολύ πλατύχωρο αλώνι, πεθαίνουμε χωρίς να βρούμε την άκρα του, κι αυτό το λέμε ελευτερία;

Πηγή

Via
 sitestories.eu



Share/Bookmark
..
  • .. Comment using Facebook

Δεν υπάρχουν σχόλια :